- τριπόθητος
- -η, -ο / τριπόθητος, -ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, -ον, Απάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίωνγ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.)μσν.1. εκείνος τον οποίο αξίζει να ποθεί κάποιος, ο αξιαγάπητος («τῆς τριποθήτου στερηθῆναι ζωῆς», Ευσ.)2. (για νεκρό) ο πολυαγαπημένος, ο αλησμόνητος («τὸ τριπόθητον ὄνομα Παμφίλου», Ευσ.)μσν.-αρχ.αυτός που αναμένεται με ανυπομονησία, τού οποίου τον ερχομό με χαρά αναμένει κανείς («τὸν τριπόθητον τῆς ἀναστάσεως σημαίνειν καιρόν», Κύριλλ.).επίρρ...τριποθήτως Μ1. με έντονο πόθο2. με μεγάλη προθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι-* + ποθητός (< ποθῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.